κεραμεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κεραμεύς | οἱ | κεραμεῖς - κεραμῆς* |
| γενική | τοῦ | κεραμέως | τῶν | κεραμέων |
| δοτική | τῷ | κεραμεῖ | τοῖς | κεραμεῦσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | κεραμέᾱ | τοὺς | κεραμέᾱς |
| κλητική ὦ! | κεραμεῦ | κεραμεῖς - κεραμῆς* | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κεραμῆ1 ή κεραμεῖ2 | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κεραμέοιν | ||
| * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κεραμεύς, -έως αρσενικό
- (κεραμική, επάγγελμα) κεραμέας
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 601 (599-602)
- οἱ δ᾽ ὁτὲ μὲν θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι
ῥεῖα μάλ᾽, ὡς ὅτε τις τροχὸν ἄρμενον ἐν παλάμῃσιν
ἑζόμενος κεραμεὺς πειρήσεται, αἴ κε θέῃσιν·
ἄλλοτε δ᾽ αὖ θρέξασκον ἐπὶ στίχας ἀλλήλοισι- και πότ᾽ ετρέχαν κυλητά με πόδια μαθημένα,
ωσάν σταμνάς, οπού τροχόν αρμόδιον στην παλάμην
την τριγυρνά καθήμενος να δοκιμάσει αν τρέχει,
και πότε αράδα έτρεχαν αντίκρυ στην αράδα. - Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek-language.gr
- και πότ᾽ ετρέχαν κυλητά με πόδια μαθημένα,
- οἱ δ᾽ ὁτὲ μὲν θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 601 (599-602)
- (και σε επιθετική χρήση) που είναι κεραμέας
- ↪ κεραμεὺς ἅνθρωπος
Εκφράσεις
- καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει
Συγγενικά
- Κεραμεῖς, αττικός τύπος : Κεραμῆς
- κεραμεύω
σύνθετα:
- λεπτοκεραμεύς
- χλουβοκεραμεύς
→ και δείτε τη λέξη κέραμος
Αναφορές
- s.v. «κέραμος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- κεραμεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κεραμεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.