κελλάρισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κελλάρισσα οι κελλάρισσες
      γενική της κελλάρισσας των κελλαρισσών
    αιτιατική την κελλάρισσα τις κελλάρισσες
     κλητική κελλάρισσα κελλάρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κελλάρισσα < κελλάρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

κελλάρισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.