κελάρισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κελάρισσα οι κελάρισσες
      γενική της κελάρισσας των κελαρισσών
    αιτιατική την κελάρισσα τις κελάρισσες
     κλητική κελάρισσα κελάρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κελάρισσα[1] < κελάρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

κελάρισσα θηλυκό

Συγγενικά

Σημειώσεις

  1. Η γραφή με ένα λ κατά ορθογραφική απλοποίηση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.