κελάρη

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή ουσιαστικού

κελάρη

  1. κελάρης, στη γενική του ενικού
  2. κελάρης, στην αιτιατική του ενικού
  3. κελάρης, στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.