καϊμακάμης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καϊμακάμης | οι | καϊμακάμηδες |
| γενική | του | καϊμακάμη | των | καϊμακάμηδων |
| αιτιατική | τον | καϊμακάμη | τους | καϊμακάμηδες |
| κλητική | καϊμακάμη | καϊμακάμηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
καϊμακάμης αρσενικό
- τίτλος ανώτερου αξιωματούχου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη σύγχρονη Τουρκία που διοικεί μια επαρχία ως αντιπρόσωπος του σουλτάνου ή της κεντρικής διοίκησης αντιστοίχως
Μεταφράσεις
καϊμακάμης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.