καχασμός
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ουσιαστικό
καχασμός
αρσενικό
δυνατό
γέλιο, άλλη μορφή της λέξης
καγχασμός
(άλλοι θεωρούν προγενέστερο τον καγχασμό και άλλοι προγενέστερο τον καχασμό)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.