κατοῦνα

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κατοῦνα < λείπει η ετυμολογία
Απόγονοι νέα ελληνικά: κατούνα (ιδιωματικό)

Ουσιαστικό

κατοῦνα θηλυκό

  1. γωνιώδης περιοχή, στένωμα, στενωπός, «πόρος διαβάσεως» και συνεκδοχικά «τόπος προφυλαγμένος» [από το Λεξικό Δημητράκου]
    συγκρίνετε με το νεοελληνικό καντούνι
  2. δωμάτιο
  3. σκηνή
  4. κώμη, οικισμός
  5. στρατόπεδο
    έκφραση πιάνω κατούνα: στρατοπεδεύω
  6. εξοπλισμός
      χφ Κοπεγχάγης (ms Havniensis 57), Ανώνυμος, Χρονικόν του Μορέως 14ος αιώνας @books.google στο Recherches historiques sur la principauté française de Morée et ses hautes baronnies, Τόμος 2, Επιμ. Jean Alexandre C. Buchon, 1845, με δοσμένο τίτλο Βιβλίον της κουγκέστας της Ρωμανίας και του Μωραίως και σημειώσεις για τις διαφορές με τον Παρισινό κώδικα
    [γραφή με οξεία, σύγκριση με άλλο κώδικα] [Τὰ εἶχε εἰς τὴν κατούνα του ]
    στ.5765 [γραφή με περισπωμένη] Καὶ τὴν κατοῦνα τοῦ δουκὸς ἐκείνου

  • κατόνα

Κλιτικοί τύποι

  • κατοῦνες (πληθυντικός)

Συγγενικά

  • ἀνθρωποακατούνευτος
  • κατούνεμα
  • κατουνεύω
  • κατουνοτόπιον

σε άλλες γλώσσες:

Πηγές

σε μονοτονική γραφή:

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.