κατουρλιό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατουρλιό τα κατουρλιά
      γενική του κατουρλιού των κατουρλιών
    αιτιατική το κατουρλιό τα κατουρλιά
     κλητική κατουρλιό κατουρλιά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατουρλιό < κατουρλής + -ιό

Ουσιαστικό

κατουρλιό ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο) κάτουρο
  2. (λαϊκότροπο) κατούρημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.