κατουρλής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατουρλής οι κατουρλήδες
      γενική του κατουρλή των κατουρλήδων
    αιτιατική τον κατουρλή τους κατουρλήδες
     κλητική κατουρλή κατουρλήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατουρλής < μεσαιωνική ελληνική κατουρλής[1] < αρχαία ελληνική κατουρέω / κατουρῶ

Ουσιαστικό

κατουρλής αρσενικό (θηλυκό: κατουρλού / κατρουλού)

  1. (προφορικό) (χαϊδευτικά) κάποιος (ιδίως κάποιο μωρό) που κατουράει συχνά ή πάνω του
  2. (μεταφορικά) (προφορικό) δειλός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. κατουρλής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.