κατεβατός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατεβατός η κατεβατή το κατεβατό
      γενική του κατεβατού της κατεβατής του κατεβατού
    αιτιατική τον κατεβατό την κατεβατή το κατεβατό
     κλητική κατεβατέ κατεβατή κατεβατό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατεβατοί οι κατεβατές τα κατεβατά
      γενική των κατεβατών των κατεβατών των κατεβατών
    αιτιατική τους κατεβατούς τις κατεβατές τα κατεβατά
     κλητική κατεβατοί κατεβατές κατεβατά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατεβατός < ελληνιστική κοινή καταβατός < αρχαία ελληνική καταβαίνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.te.vaˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατεβατός

Επίθετο

κατεβατός, -ή, ό

  1. (λαϊκότροπο) καθοδικός, κατερχόμενος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κατεβατό
  3. (ουσιαστικοποιημένο) κατεβατή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.