καταχωρητής εντολών
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταχωρητής εντολών < → δείτε τις λέξεις καταχωρητής και εντολή
Πολυλεκτικός όρος
καταχωρητής εντολών
- (πληροφορική) βασικός καταχωρητής της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας και ειδικότερα της μονάδας ελέγχου, που περιέχει την εντολή που επεξεργάζεται, αποκωδικοποιείται και τελικά εκτελείται[1]
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
καταχωρητής εντολών
Αναφορές
- Επεξεργαστής - Εισαγωγή. Προσπέλαση 24/10/2019
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.