καταφρόνησης
Νέα ελληνικά
(el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
καταφρόνησης
θηλυκό
γενική
ενικού
του
καταφρόνηση
καταφρονήσεως
(
λόγιο
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.