κατατριβή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κατατριβή | οι | κατατριβές |
| γενική | της | κατατριβής | των | κατατριβών |
| αιτιατική | την | κατατριβή | τις | κατατριβές |
| κλητική | κατατριβή | κατατριβές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατατριβή < ελληνιστική κοινή κατατριβή < αρχαία ελληνική κατατρίβω < κατά + τρίβω
Ουσιαστικό
κατατριβή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κατατρίβομαι, η εξάντληση των δυνάμεων (λόγω ενασχόλησης με δευτερεύοντα ή άσκοπα πράγματα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κατατρίβομαι, κατά και τρίβω
Μεταφράσεις
κατατριβή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.