καταστηματάρχισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταστηματάρχισσα οι καταστηματάρχισσες
      γενική της καταστηματάρχισσας των καταστηματαρχισσών
    αιτιατική την καταστηματάρχισσα τις καταστηματάρχισσες
     κλητική καταστηματάρχισσα καταστηματάρχισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταστηματάρχισσα < καταστηματάρχης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

καταστηματάρχισσα θηλυκό

(επάγγελμα)  δείτε τη λέξη καταστηματάρχης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.