κατασταλαχτά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
κατασταλαχτά < κατασταλαχτός + -ά
Μεταφράσεις
κατασταλαχτά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κατασταλαχτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κατασταλαχτός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.