κατασκοπεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
κατασκοπεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατασκοπεύω
- θα κατασκοπεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατασκοπεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
κατασκοπεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατασκόπευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.