καταρρίχηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταρρίχηση οι καταρριχήσεις
      γενική της καταρρίχησης* των καταρριχήσεων
    αιτιατική την καταρρίχηση τις καταρριχήσεις
     κλητική καταρρίχηση καταρριχήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταρριχήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
καταρρίχηση από βουνό της Καλύμνου

Ετυμολογία

καταρρίχηση < καταρριχώμαι + -ση

Ουσιαστικό

καταρρίχηση θηλυκό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

  • καταρριχώμαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.