καταπροδόσεως
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
καταπροδόσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του καταπρόδοση
- εναλλακτικά: καταπρόδοσης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.