καταπίεσης
Νέα ελληνικά
(el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
καταπίεσης
θηλυκό
γενική
ενικού
του
καταπίεση
καταπιέσεως
(
λόγιο
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.