κατανυχτικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατανυχτιός η κατανυχτιή το κατανυχτιό
      γενική του κατανυχτιού της κατανυχτιής του κατανυχτιού
    αιτιατική τον κατανυχτιό την κατανυχτιή το κατανυχτιό
     κλητική κατανυχτιέ κατανυχτιή κατανυχτιό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατανυχτιοί οι κατανυχτιές τα κατανυχτιά
      γενική των κατανυχτιών των κατανυχτιών των κατανυχτιών
    αιτιατική τους κατανυχτιούς τις κατανυχτιές τα κατανυχτιά
     κλητική κατανυχτιοί κατανυχτιές κατανυχτιά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατανυχτικά < κατανυχτικός + < κατανυκτικός < ελληνιστική κοινή κατανυκτικός

Επίρρημα

κατανυχτικά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κατανυχτικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.