κατακρημνισμένου
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
κατακρημνισμένου
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του κατακρημνισμένος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του κατακρημνισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.