κατακλυσμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατακλυσμένος | η | κατακλυσμένη | το | κατακλυσμένο |
| γενική | του | κατακλυσμένου | της | κατακλυσμένης | του | κατακλυσμένου |
| αιτιατική | τον | κατακλυσμένο | την | κατακλυσμένη | το | κατακλυσμένο |
| κλητική | κατακλυσμένε | κατακλυσμένη | κατακλυσμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατακλυσμένοι | οι | κατακλυσμένες | τα | κατακλυσμένα |
| γενική | των | κατακλυσμένων | των | κατακλυσμένων | των | κατακλυσμένων |
| αιτιατική | τους | κατακλυσμένους | τις | κατακλυσμένες | τα | κατακλυσμένα |
| κλητική | κατακλυσμένοι | κατακλυσμένες | κατακλυσμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατακλυσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κατακλύζω
Μετοχή
κατακλυσμένος, -η, -ο
- που έχει κατακλυσθεί
Μεταφράσεις
κατακλυσμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.