καταζητούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταζητούμαι < καταζητώ
Ρήμα
καταζητούμαι
- που με καταζητούν οι αρχές
- (μεταφορικά) που με αναζητούν με μανία, σαν καταζητούμενο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.