καταζητούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταζητούμαι < καταζητώ

Ρήμα

καταζητούμαι

  1. που με καταζητούν οι αρχές
  2. (μεταφορικά) που με αναζητούν με μανία, σαν καταζητούμενο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.