καταβροχθίσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
καταβροχθίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταβροχθίζω
- θα καταβροχθίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταβροχθίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.