καταβρεχτήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καταβρεχτήρας | οι | καταβρεχτήρες |
| γενική | του | καταβρεχτήρα | των | καταβρεχτήρων |
| αιτιατική | τον | καταβρεχτήρα | τους | καταβρεχτήρες |
| κλητική | καταβρεχτήρα | καταβρεχτήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καταβρεχτήρας αρσενικό
- υδροφόρο όχημα με το οποίο καταβρέχουν τους δρόμους, για να κατακαθίσει ο κουρνιαχτός ή για άλλους λόγους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.