κατάκλαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάκλαση οι κατακλάσεις
      γενική της κατάκλασης* των κατακλάσεων
    αιτιατική την κατάκλαση τις κατακλάσεις
     κλητική κατάκλαση κατακλάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατακλάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατάκλαση < αρχαία ελληνική κατάκλασις

Ουσιαστικό

κατάκλαση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.