κατάκαυση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κατάκαυση | οι | κατακαύσεις |
| γενική | της | κατάκαυσης* | των | κατακαύσεων |
| αιτιατική | την | κατάκαυση | τις | κατακαύσεις |
| κλητική | κατάκαυση | κατακαύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κατακαύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατάκαυση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κατάκαυσις, κατακαίω
Ουσιαστικό
κατάκαυση θηλυκό
- (σπάνιο) η ολοσχερής καύση, η ολική αποτέφρωση[1]
- ↪ η κατάκαυση των ξύλινων μερών της κατασκευής ήταν αποτέλεσμα της αργοπορημένης αντίδρασης στο ξέσπασμα της φωτιάς
- → δείτε τις λέξεις ανάφλεξη και υποηχητική καύση
- (σπάνιο) η αργή έκρηξη όπως αυτή των εκρηκτικών που χρησιμοποιούνται ως προωθητικό υλικό (λ.χ. σε εκτοξεύσεις)[2]
- (νεολογισμός, πυροσβεστική ορολογία) μέθοδος ελεγχόμενης χρήσης φωτιάς περιμετρικά μιας πυρκαγιάς σε αγροτοδασική έκταση, με στόχο το κάψιμο της καύσιμης ύλης[3] σε συγκεκριμένο εύρος και τη διαπλάτυνση των ζωνών με καμένο υλικό, ώστε να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα η πυρκαγιά να υπερπηδήσει αυτές τις ζώνες[4]
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- Εγκυκλοπαίδεια Δομή (εκδ. 1969), τόμ. 17 (Λεξικό-Ευρετήριο, 2), σ. 48.
- Δηλαδή των υλικών που καίγονται, οπότε που θα καούν από την πυρκαγιά που είναι σε εξέλιξη και πρέπει να αντιμετωπιστεί, να σταματήσει.
- Βλ. ΚΥΑ αριθμ. 167/2022: «Καθορισμός όρων και προϋποθέσεων χρήσης φωτιάς από το Πυροσβεστικό Σώμα για την κατάσβεση υπαίθριας πυρκαγιάς», ΦΕΚ Β΄/3232/23.6.2022, σ. 32018.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.