κατάβρεχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατάβρεχος | η | κατάβρεχη | το | κατάβρεχο |
| γενική | του | κατάβρεχου | της | κατάβρεχης | του | κατάβρεχου |
| αιτιατική | τον | κατάβρεχο | την | κατάβρεχη | το | κατάβρεχο |
| κλητική | κατάβρεχε | κατάβρεχη | κατάβρεχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατάβρεχοι | οι | κατάβρεχες | τα | κατάβρεχα |
| γενική | των | κατάβρεχων | των | κατάβρεχων | των | κατάβρεχων |
| αιτιατική | τους | κατάβρεχους | τις | κατάβρεχες | τα | κατάβρεχα |
| κλητική | κατάβρεχοι | κατάβρεχες | κατάβρεχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈta.vɾe.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τά‐βρε‐χος
Επίθετο
κατάβρεχος, -η, -ο
- (λογοτεχνικό) άλλη γραφή του κατάβροχος
- ※ μην επαινείτε το Μάρτιο, αυτός έχει πολύ πείσμα, διότι μπορούσε να 'ρθει κατάβρεχος, με κακοκαιρία και να φέρει κοσμοχαλασιά.
- Έλσα Γαλανίδου-Μπαλφούσια, Ποντιακή λαογραφία: Οι 4 εποχές και οι μήνες τους, Αθήνα: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, 1999, σελ. 44
- ※ μην επαινείτε το Μάρτιο, αυτός έχει πολύ πείσμα, διότι μπορούσε να 'ρθει κατάβρεχος, με κακοκαιρία και να φέρει κοσμοχαλασιά.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βρέχω
Μεταφράσεις
κατάβρεχος
|
→ δείτε τη λέξη κατάβροχος |
Πηγές
- κατάβρεχος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.