κασετίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κασετίνα οι κασετίνες
      γενική της κασετίνας των κασετινών
    αιτιατική την κασετίνα τις κασετίνες
     κλητική κασετίνα κασετίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ανοιχτή σχολική κασετίνα
κασετίνα για φύλαξη κοσμημάτων

Ετυμολογία

κασετίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική cassettina, υποκοριστικό του cassetta. Δείτε κασέτα < cassa + -etta < ιταλική capsa < capio < πρωτοϊταλική *kapjō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kh₂pi-

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.seˈti.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κασετίνα

Ουσιαστικό

κασετίνα θηλυκό

  1. (γραφική ύλη) θήκη φτιαγμένη από διάφορα υλικά, στην οποία τοποθετούνται…:
    1. μολύβια και άλλα σχετικά μαθητικά αντικείμενα
    2. κοσμήματα ή άλλα αντικείμενα αξίας
    3. δίσκοι (βινυλίου ή CD) μουσικής
    4. τσιγάρα
  2. (γλυκό) πάστα με επικάλυψη σοκολάτας

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη κασέτα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.