καρπενησιώτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρπενησιώτικος η καρπενησιώτικη το καρπενησιώτικο
      γενική του καρπενησιώτικου της καρπενησιώτικης του καρπενησιώτικου
    αιτιατική τον καρπενησιώτικο την καρπενησιώτικη το καρπενησιώτικο
     κλητική καρπενησιώτικε καρπενησιώτικη καρπενησιώτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρπενησιώτικοι οι καρπενησιώτικες τα καρπενησιώτικα
      γενική των καρπενησιώτικων των καρπενησιώτικων των καρπενησιώτικων
    αιτιατική τους καρπενησιώτικους τις καρπενησιώτικες τα καρπενησιώτικα
     κλητική καρπενησιώτικοι καρπενησιώτικες καρπενησιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καρπενησιώτικος < Καρπενησιώτ(ης) + -ικος

Προφορά

ΔΦΑ : /kaɾ.pe.niˈsço.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρπενησιώτικος

Επίθετο

καρπενησιώτικος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.