καρούμπαλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καρούμπαλος | οι | καρούμπαλοι |
| γενική | του | καρούμπαλου | των | καρούμπαλων |
| αιτιατική | τον | καρούμπαλο | τους | καρούμπαλους |
| κλητική | καρούμπαλε | καρούμπαλοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καρούμπαλος < καρούμπαλο + -ος
Πηγές
- καρούμπαλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
καρούμπαλος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.