καραμπινιερία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καραμπινιερία | οι | καραμπινιερίες |
| γενική | της | καραμπινιερίας | των | καραμπινιεριών |
| αιτιατική | την | καραμπινιερία | τις | καραμπινιερίες |
| κλητική | καραμπινιερία | καραμπινιερίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καραμπινιερία < καραμπινιέρ(ος) + -ία
Συγγενικά
- καραμπινιέρος
- → δείτε τη λέξη καραμπίνα
Μεταφράσεις
καραμπινιερία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.