καπνικαρέα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καπνικαρέα οι καπνικαρέες
      γενική της καπνικαρέας
    αιτιατική την καπνικαρέα τις καπνικαρέες
     κλητική καπνικαρέα καπνικαρέες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καπνικαρέα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καπνικαρέα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.pni.kaˈɾe.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καπνικαρέα

Ουσιαστικό

καπνικαρέα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

καπνικαρέα < καπνικάρης

Ουσιαστικό

καπνικαρέα θηλυκό

Αναφορές

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.