καπιστράνα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καπιστράνα < καπίστρι
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καπιστράνα οι καπιστράνες
      γενική της καπιστράνας των (καπιστρανών)
    αιτιατική την καπιστράνα τις καπιστράνες
     κλητική καπιστράνα καπιστράνες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

καπιστράνα θηλυκό

  1. δερμάτινοι ιμάντες μέρος της εξάρτησης ίππου

Ταυτόσημο

  1. καπίστρι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.