καπιστράνα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καπιστράνα < καπίστρι
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καπιστράνα | οι | καπιστράνες |
| γενική | της | καπιστράνας | των | (καπιστρανών) |
| αιτιατική | την | καπιστράνα | τις | καπιστράνες |
| κλητική | καπιστράνα | καπιστράνες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ταυτόσημο
Μεταφράσεις
καπιστράνα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.