κανναβίς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κανναβίς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κανναβίς θηλυκό
- σπόροι κάνναβης
- ※ κανναούριν: το κανναβούρι, σπόροι κάνναβης (κανναβόσπορος), κανναβίς («κανναούριν, το», Εικονικό Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής, ανακτήθηκε στις 12/12/2021 )
- υφαντικές ίνες από κάνναβη
Μεταφράσεις
κανναβίς
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.