καναχής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ καναχής | τὸ καναχές | οἱ, αἱ καναχεῖς | τὰ καναχῆ |
| Γενική | τοῦ, τῆς καναχοῦς | τοῦ καναχοῦς | τῶν καναχῶν | τῶν καναχῶν |
| Δοτική | τῷ, τῇ καναχεῖ | τῷ καναχεῖ | τοῖς, ταῖς καναχέσι(ν) | τοῖς καναχέσι(ν) |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν καναχῆ | τὸ καναχές | τοὺς, τὰς καναχεῖς | τὰ καναχῆ |
| Κλητική | καναχές | καναχές | καναχεῖς | καναχῆ |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | καναχεῖ | |||
| Γενική-Δοτική | καναχοῖν | |||
Ετυμολογία
- καναχής < καναχή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.