καμουχάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καμουχάς | οι | καμουχάδες |
| γενική | του | καμουχά | των | καμουχάδων |
| αιτιατική | τον | καμουχά | τους | καμουχάδες |
| κλητική | καμουχά | καμουχάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
_-_Aga_Khan_Museum_-_Toronto%252C_Canada_-_DSC06833.jpg.webp)
Βαρύτιμο οθωμανικό ύφασμα τύπου καμουχά.
Ετυμολογία
- καμουχάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική kemha < περσική کمخا (kamḵẖā)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.muˈxas/
- καμουκάς
- καμοχάς
- καμπουχάς
- χαμουχάς (χαμουχᾶς)
Αναφορές
- καμουχάς - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- Vryzidis, Nikolaos. Ottoman textiles and Greek clerical vestments (αγγλικά) [Οθωμανικά υφάσματα και ελληνικά ενδύματα κληρικών] @www.cambridge.org. uploaded:2018.03.13. retr:2018.11.21. (Με τρία παραθέματα για τη λέξη χαμουχᾶς)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.