καλοχώνευτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλοχώνευτος η καλοχώνευτη το καλοχώνευτο
      γενική του καλοχώνευτου της καλοχώνευτης του καλοχώνευτου
    αιτιατική τον καλοχώνευτο την καλοχώνευτη το καλοχώνευτο
     κλητική καλοχώνευτε καλοχώνευτη καλοχώνευτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλοχώνευτοι οι καλοχώνευτες τα καλοχώνευτα
      γενική των καλοχώνευτων των καλοχώνευτων των καλοχώνευτων
    αιτιατική τους καλοχώνευτους τις καλοχώνευτες τα καλοχώνευτα
     κλητική καλοχώνευτοι καλοχώνευτες καλοχώνευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καλοχώνευτος < καλοχωνεύω + -τος

Επίθετο

καλοχώνευτος

  1. (κυριολεκτικά) που χωνεύται με ευκολία
  2. (μεταφορικά) που τον ανέχεται κάποιος εύκολα
     συνώνυμα: υποφερτός

Αντώνυμα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.