καλοχωνεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
καλοχωνεύω, αόρ.: καλοχώνεψα, παθ.φωνή: καλοχωνεύομαι, π.αόρ.: καλοχωνεύτηκα, μτχ.π.π.: καλοχωνεμένος
- (κυριολεκτικά, σπάνιο) χωνεύω καλά
- (μεταφορικά) συμπαθώ
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
καλοχωνεύω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.