καλοχωνεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καλοχωνεύω < καλο- + χωνεύω

Ρήμα

καλοχωνεύω, αόρ.: καλοχώνεψα, παθ.φωνή: καλοχωνεύομαι, π.αόρ.: καλοχωνεύτηκα, μτχ.π.π.: καλοχωνεμένος

  1. (κυριολεκτικά, σπάνιο) χωνεύω καλά
  2. (μεταφορικά) συμπαθώ

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.