καλομεταχειρίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καλομεταχειρίζομαι < καλο- + μεταχειρίζομαι
Ρήμα
καλομεταχειρίζομαι (αποθετικό ρήμα)
- μεταχειρίζομαι καλά, συμπεριφέρομαι με ευγένεια και καλοσύνη
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καλομεταχειρίζομαι | καλομεταχειριζόμουν(α) | θα καλομεταχειρίζομαι | να καλομεταχειρίζομαι | ||
| β' ενικ. | καλομεταχειρίζεσαι | καλομεταχειριζόσουν(α) | θα καλομεταχειρίζεσαι | να καλομεταχειρίζεσαι | (καλομεταχειρίζου) | |
| γ' ενικ. | καλομεταχειρίζεται | καλομεταχειριζόταν(ε) | θα καλομεταχειρίζεται | να καλομεταχειρίζεται | ||
| α' πληθ. | καλομεταχειριζόμαστε | καλομεταχειριζόμαστε καλομεταχειριζόμασταν |
θα καλομεταχειριζόμαστε | να καλομεταχειριζόμαστε | ||
| β' πληθ. | καλομεταχειρίζεστε | καλομεταχειριζόσαστε καλομεταχειριζόσασταν |
θα καλομεταχειρίζεστε | να καλομεταχειρίζεστε | (καλομεταχειρίζεστε) | |
| γ' πληθ. | καλομεταχειρίζονται | καλομεταχειρίζονταν καλομεταχειριζόντουσαν |
θα καλομεταχειρίζονται | να καλομεταχειρίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καλομεταχειρίστηκα | θα καλομεταχειριστώ | να καλομεταχειριστώ | καλομεταχειριστεί | ||
| β' ενικ. | καλομεταχειρίστηκες | θα καλομεταχειριστείς | να καλομεταχειριστείς | καλομεταχειρίσου | ||
| γ' ενικ. | καλομεταχειρίστηκε | θα καλομεταχειριστεί | να καλομεταχειριστεί | |||
| α' πληθ. | καλομεταχειριστήκαμε | θα καλομεταχειριστούμε | να καλομεταχειριστούμε | |||
| β' πληθ. | καλομεταχειριστήκατε | θα καλομεταχειριστείτε | να καλομεταχειριστείτε | καλομεταχειριστείτε | ||
| γ' πληθ. | καλομεταχειρίστηκαν καλομεταχειριστήκαν(ε) |
θα καλομεταχειριστούν(ε) | να καλομεταχειριστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω καλομεταχειριστεί | είχα καλομεταχειριστεί | θα έχω καλομεταχειριστεί | να έχω καλομεταχειριστεί | καλομεταχειρισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις καλομεταχειριστεί | είχες καλομεταχειριστεί | θα έχεις καλομεταχειριστεί | να έχεις καλομεταχειριστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει καλομεταχειριστεί | είχε καλομεταχειριστεί | θα έχει καλομεταχειριστεί | να έχει καλομεταχειριστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε καλομεταχειριστεί | είχαμε καλομεταχειριστεί | θα έχουμε καλομεταχειριστεί | να έχουμε καλομεταχειριστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε καλομεταχειριστεί | είχατε καλομεταχειριστεί | θα έχετε καλομεταχειριστεί | να έχετε καλομεταχειριστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν καλομεταχειριστεί | είχαν καλομεταχειριστεί | θα έχουν καλομεταχειριστεί | να έχουν καλομεταχειριστεί | ||
Μεταφράσεις
καλομεταχειρίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.