καλοζυγισμένων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
καλοζυγισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του καλοζυγισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του καλοζυγισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καλοζυγισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.