κακοφόρμισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κακοφόρμισμα | τα | κακοφορμίσματα |
| γενική | του | κακοφορμίσματος | των | κακοφορμισμάτων |
| αιτιατική | το | κακοφόρμισμα | τα | κακοφορμίσματα |
| κλητική | κακοφόρμισμα | κακοφορμίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κακοφόρμισμα < κακοφορμίζω + -μα
Ουσιαστικό
κακοφόρμισμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του κακοφορμίζω, η μόλυνση και ο σχηματισμός πύου σε μια πληγή
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κακοφόρμισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.