καθαυτόν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθαυτόν < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὑτὸς καθ᾿ αὑτόν

Αντωνυμία

καθαυτόν, -ήν, -ό

  • (λόγιο, εμφατικό) αυτός ο ίδιος, για να αντιμετωπισθεί κάτι μεμονωμένα· χρησιμοποιείται με την προσωπική αντωνυμία (αυτός) μπροστά
    Αυτός καθαυτόν ο άνθρωπος μας απασχολεί.
    Προς το παρόν τα αποτελέσματα των συζητήσεων αυτών καθαυτές δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία, αλλά η συνομιλία αναμεταξύ των δύο χωρών.

Σημειώσεις

Κλίση

Αριθμός Ενικός Πληθυντικός
Γένος Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ονομαστική αυτός καθαυτόν αυτή καθαυτήν αυτό καθαυτό αυτοί καθαυτούς αυτές καθαυτές αυτά καθαυτά
Γενική αυτού καθαυτόν αυτής καθαυτήν αυτού καθαυτό αυτών καθαυτούς αυτών καθαυτές αυτών καθαυτά
Αιτιατική αυτόν καθαυτόν αυτήν καθαυτήν αυτό καθαυτό αυτούς καθαυτούς αυτές καθαυτές αυτά καθαυτά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.