καβουρδιστήρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καβουρδιστήρι | τα | καβουρδιστήρια |
| γενική | του | καβουρδιστηριού | των | καβουρδιστηριών |
| αιτιατική | το | καβουρδιστήρι | τα | καβουρδιστήρια |
| κλητική | καβουρδιστήρι | καβουρδιστήρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καβουρδιστήρι < καβουρδισ- (καβουρδίζω) + -τήρι < τουρκική kavurmak
Μεταφράσεις
καβουρδιστήρι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.