κέρλινγκ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κέρλινγκ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κέρλινγκ ουδέτερο άκλιτο
- ομαδικό άθλημα που παίζεται στον πάγο, σέρνοντας πάνω στην επιφάνειά του βαριές πέτρες
-
κέρλινγκ στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.