ιχθυοτροφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιχθυοτροφικός η ιχθυοτροφική το ιχθυοτροφικό
      γενική του ιχθυοτροφικού της ιχθυοτροφικής του ιχθυοτροφικού
    αιτιατική τον ιχθυοτροφικό την ιχθυοτροφική το ιχθυοτροφικό
     κλητική ιχθυοτροφικέ ιχθυοτροφική ιχθυοτροφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιχθυοτροφικοί οι ιχθυοτροφικές τα ιχθυοτροφικά
      γενική των ιχθυοτροφικών των ιχθυοτροφικών των ιχθυοτροφικών
    αιτιατική τους ιχθυοτροφικούς τις ιχθυοτροφικές τα ιχθυοτροφικά
     κλητική ιχθυοτροφικοί ιχθυοτροφικές ιχθυοτροφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιχθυοτροφικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἰχθυοτροφικός < ἰχθυοτρόφος < αρχαία ελληνική ἰχθύς (ιχθυο-) + τρέφω

Προφορά

ΔΦΑ : /i.xθi.o.tɾo.fiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιχθυοτροφικός

Επίθετο

ιχθυοτροφικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.