ισότονο

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈso.to.no/

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ισότονο

  1. αιτιατική ενικού του ισότονος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ισότονος

Ουσιαστικό

ισότονο ουδέτερο συνήθως στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.