ισόμετρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ισόμετρος | η | ισόμετρη | το | ισόμετρο |
| γενική | του | ισόμετρου | της | ισόμετρης | του | ισόμετρου |
| αιτιατική | τον | ισόμετρο | την | ισόμετρη | το | ισόμετρο |
| κλητική | ισόμετρε | ισόμετρη | ισόμετρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ισόμετροι | οι | ισόμετρες | τα | ισόμετρα |
| γενική | των | ισόμετρων | των | ισόμετρων | των | ισόμετρων |
| αιτιατική | τους | ισόμετρους | τις | ισόμετρες | τα | ισόμετρα |
| κλητική | ισόμετροι | ισόμετρες | ισόμετρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ισόμετρος < αρχαία ελληνική ἰσόμετρος < ἴσος + μέτρον
Επίθετο
ισόμετρος, -η, -ο
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ανισόμετρα
- ανισομετρία
- ανισομετρωπία
- ανισόμετρος
- ισόμετρα
- ισομετρία
- ισομετρικός
- → δείτε τις λέξεις ίσος και μέτρο
Μεταφράσεις
ισόμετρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.