ισχαδόδεσμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ισχαδόδεσμος | οι | ισχαδόδεσμοι |
| γενική | του | ισχαδόδεσμου | των | ισχαδόδεσμων |
| αιτιατική | τον | ισχαδόδεσμο | τους | ισχαδόδεσμους |
| κλητική | ισχαδόδεσμε | ισχαδόδεσμοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /is.xaˈðo.ðe.zmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σχα‐δό‐δε‐σμος
Ουσιαστικό
ισχαδόδεσμος αρσενικό
Μεταφράσεις
ισχαδόδεσμος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.