ιστόγραμμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιστόγραμμα τα ιστογράμματα
      γενική του ιστογράμματος των ιστογραμμάτων
    αιτιατική το ιστόγραμμα τα ιστογράμματα
     κλητική ιστόγραμμα ιστογράμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιστόγραμμα < αγγλική histogram < ιστός + γράμμα

Ουσιαστικό

ιστόγραμμα ουδέτερο

  1. (στατιστική) γραφική αναπαράσταση διασποράς-κατανομής αριθμητικών δεδομένων
  2. γραφική παράσταση του περιεχομένου ενός ιστοχώρου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.