ιστόγραμμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ιστόγραμμα | τα | ιστογράμματα |
| γενική | του | ιστογράμματος | των | ιστογραμμάτων |
| αιτιατική | το | ιστόγραμμα | τα | ιστογράμματα |
| κλητική | ιστόγραμμα | ιστογράμματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ιστόγραμμα ουδέτερο
- (στατιστική) γραφική αναπαράσταση διασποράς-κατανομής αριθμητικών δεδομένων
- γραφική παράσταση του περιεχομένου ενός ιστοχώρου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.